Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Η Προτεσταντική Βάση της Ευρωζώνης

του Σπύρου Στάλια


Από τα χρόνια της αρχαιότητας, στοχαστές θεωρούσαν τον άνθρωπο ως απλό πιόνι στα χέρια ανωτέρων δυνάμεων που εκπορεύονταν από τον Δία, από νεότερους θεούς, από την κοινωνική τάξη, από την μοίρα και τα συμφέροντα του έθνους, από τα ταξικά συμφέροντα, από την υπεροχή της φυλής, από την ελεύθερη αγορά, από το πνεύμα της εποχής, από την ιστορία και από θρησκευτικά δόγματα.

Αυτή είναι η θέση του ιστορικού ντετερμινισμού κατά την οποία ο άνθρωπος και οι ηγέτες του, είναι δούλοι της ιστορίας.

Όταν ο ντετερμινισμός επικρατεί, στην περίπτωση μας μέσω της ελεύθερης αγοράς ή μέσω του σταλινικού υποδείγματος, αυτό σημαίνει ότι η βούληση του ανθρώπου δεν επιδρά στην ιστορία αλλά η ιστορία επιδρά στις ανθρώπινες ικανότητες και στη θέληση του ανθρώπου.

Ο ντετερμινισμός, σαν θεωρία, είμαι πεπεισμένος, ότι παραβιάζει την βαθύτερη καλή φύση του ανθρώπου. Απορρίπτει την δυνατότητα εκλογής. Εκμηδενίζει την αίσθηση της κοινωνικής και ατομικής ευθύνης. Τέλος, είναι αδύνατον κάποιος να ζει ‘μέσα σε ένα μοντέλο’ γιατί δεν μπορεί να είναι συνεπής προς τον εαυτό του, να είναι δημιουργικός, να θέλει, να πράττει, να ονειρεύεται και να διορθώνει.

Ο ντετερμινισμός υπάρχει και υπόσχεται στον άνθρωπο την ‘ετεροσωτηρία’, από τον Θεό, από τον αιώνιο νόμο, από το ‘υπόδειγμα’ ή απ’ οτιδήποτε άλλο, πράγμα που προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι ανεπίδεκτος τελειοποίησης.

Αλλά μια τέτοια νομοθέτηση οδηγεί στην πνευματική απολυταρχία και στην τυραννία για την συγκράτηση των ανθρώπινων αδυναμιών. Ο ντετερμινισμός οδηγεί εξ αντικειμένου στην κοινωνία των δυο τάξεων.

Οι πατέρες του κλασσικού μοντέλου υπέθεταν ένα κόσμο πλήρους ασφάλειας και σιγουριάς που βάση του είναι η μεγαλοφυής ηθική του Λούθηρου.

Η προσπάθεια του Λούθηρου να πλησιάσει τον Θεό άμεσα, είχε σαν αποτέλεσμα να μην λάβει υπ’ όψη του την ευρωπαϊκή παράδοση ή ότι αυτή είχε δημιουργήσει και ακόμα να μην ενσωματώσει στην χριστιανική του διδασκαλία την αρχαία ελληνική ανθρωπιστική παιδεία, αντίθετα από όλους τους άλλους Πατέρες της Εκκλησιάς, της Ανατολικής Ορθόδοξης ή της Καθολικής ή ακόμα και αντίθετα και προς αυτόν τον Απόστολο Παύλο.

Η απότομη φράση του ‘εδώ στέκομαι, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά’ ήταν αναπόφευκτο να ακουστεί βαρβαρικά στα αυτιά του μεγάλου Έρασμου που διακρινόταν για τον σοφό σκεπτικισμό του την κοινωνική διαλλακτικότητα προϊόντα της ελληνικής του παιδείας.

Ο Λούθηρος έβαλε μέσα στα καθήκοντα του καλού χριστιανού την υποχρεωτική εργασία για όλους, πλουσίους και φτωχούς, ως δόξα θεού, όπως επίσης και την ασκητική ζωή. Η εργασία και η ασκητική ζωή είναι ένδειξη σωτηρίας αλλά και ο πλούτος επίσης. Με αυτόν τον τρόπο ο Λούθηρος έθεσε στέρεες βάσεις για ένα κράτος του Θεού, κάθε κοινότητα να αυτοδιοικείται όχι μονό θρησκευτικά αλλά και πολιτικά.

Η ιστορία του πως αξιώματα και θρησκευτικά δόγματα έχουν διεισδύσει στην επιστήμη, στην οικονομία, στην κοινωνική συμπεριφορά και στην πολιτική, έχει να κάνει με την ερμηνεία βασικών θρησκευτικών κειμένων που καθορίζουν την ζωή μας σε σχέση με το Θεό.

Πάντα υποτίθεται ότι κάθε λαός και κάθε άνθρωπος εναποθέτει στη θρησκεία τις πλέον υψηλές του αξίες.

Όλα αρχίζουν από την βασική χριστιανική θέση κατά την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί από μόνος του, με το νου του, αλλά μέσω του αποκαλυπτικού λόγου του Θεού. Η σωτηρία του ανθρώπου κατά τον Χριστιανισμό είναι ετεροσωτηριακή, πίστη στο γεγονός της ενανθρωπήσεως, και όχι αυτοσωτηριακή, ο άνθρωπος σώζεται δια των ιδίων αυτού δυνάμεων, όπως οι Αρχαίοι Έλληνες και ο Πλάτων εισηγήθηκαν, γραμμή και που ο Κέϋνς ακολουθεί.

Με τον τρόπο αυτό ο Θεός εισήλθε στην ανθρώπινη ιστορία. Για τον άνθρωπο δημιουργείται το ερώτημα ‘τι πρέπει να κάνω για να σωθώ.’ Το Σωκρατικό αυτό ερώτημα, που δημιούργησε την ηθική, είναι κοινό σε όλα τα χριστιανικά και μη δόγματα, στους υλιστές, αλλά η ηθική τους απαντά διαφορετικά στο ερώτημα.

Βασική θέση του Προτεσταντισμού είναι ότι η σωτηρία του κάθε ανθρώπου είναι προαποφασισμένη από τον Θεό. Ο άνθρωπος μπορεί να έχει βασικές ενδείξεις για την θέληση του Θεού περί της σωτηρίας του, ποτέ βεβαιότητα.

Οι ενδείξεις αυτές συνιστούν το χριστιανικό εγκόλπιο πίστης και πράξης κάθε Διαμαρτυρομένου και διαμορφώνουν ένα τρόπο βίου. Η βάση αυτού του βίου είναι η σκληρή εργασία που αποτρέπει τον κάθε άνθρωπο από τον εφησυχασμό, την οκνηρία, από τα χαμένα λόγια της κοινωνικότητας, την μάταιη επίδειξη της πολυτέλειας, και γενικώς από όλες τις απολαύσεις του πλούτου και της σάρκας.

Για τους Διαμαρτυρομένους επίσης, κάθε ώρα χωρίς σκληρή εργασία, είναι προσβολή στη δόξα του Θεού, προσβολή στη θέλησή του. Από την άλλη, το υλικό προϊόν της εργασίας που παράγεται ως αντιμίσθιο ή κέρδος στον άνθρωπο, απαγορεύεται να το απολαύσει γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ηθική χαλάρωση. Κατά συνέπεια η δεύτερη αρετή του Προτεστάντη είναι ο ασκητικός βίος που οδηγεί σε συσσώρευση αποταμιεύσεων αφού η κατανάλωση τους ευθύς εξ αρχής είναι καταδικαστέα. Έτσι λοιπόν ενώ ο πλούτος κατ’ αρχήν είναι ηθικά ύποπτος, γιατί η χρήση του συνεπάγεται χαλάρωση στο τρόπο της ζωής, από την άλλη η συσσώρευση του δεν είναι αμάρτημα, αν και εφ’ όσον η απόκτηση και η χρήση του δεν παρεκτρέπει από ένα ‘άγιο βίο’.

Η απόκτηση επαγγέλματος και η εκτέλεση του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο είναι προϊόν της θείας θέλησης, που είναι αντανάκλαση της αρμονικής κατασκευής του κόσμου, που εδώ στη γη εκφράζεται μέσω του καταμερισμού της εργασίας, ο οποίος αυξάνει το γενικό καλό της κοινότητας. Από εδώ καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι Θεός απαιτεί όχι απλώς εργασία αλλά έλλογη επαγγελματική εργασία.

Αφού η έλλογη επαγγελματική εργασία είναι θέλημα Θεού, ο κάθε χριστιανός πρέπει να επωφελείται από αυτή και να πραγματοποιεί κέρδος, αν και εφ’ όσον δεν ζημιωθεί η ψυχή του. Η άρνηση πραγματοποίησης κέρδους, είναι σαν να μη δέχεσαι να υπηρετήσεις τον Θεό, πράγμα που αντιβαίνει προς την κλήση του. Κατά συνέπεια η επιχειρηματική δραστηριότητα του ανθρώπου, δεν είναι μόνο ηθικά επιτρεπτή, αλλά επιβεβλημένη. Ο θεός ευλογεί την εργασία και αμείβει τους ανθρώπους με πλούτη. Γυρίσαμε στην Παλαιά Διαθήκη. Η αμοιβή εξαϋλώνει εδώ κάθε πνευματικότητα του Δυτικού Πολιτισμού.

Αλλά δεν είναι δυνατόν να γίνουμε όλοι πλούσιοι. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ένας φτωχός εργάτης έχει απολεσθεί στα μάτια του Θεού, αν εργάζεται σκληρά και διάγει βίο ασκητικό. Ίσως είναι μέρος και της θείας πρόνοιας, να παραμένει σε αυτή την κατάσταση, γιατί ο φτωχός εργάζεται από ανάγκη, και εφ’ όσον εργάζεται, δοξάζει τον Θεό. Με άλλα λόγια το γενικό καλό παράγεται από την παραγωγικότητα των χαμηλών μισθών. Αν ο Θεός θέλει χαμηλούς μισθούς, τότε αυτό αποτελεί μία ασφαλή κατάσταση της χάρης του για εμάς!!

Ωστόσο υπάρχουν και κάποιοι άλλοι καταδικασμένοι, που θέλουν το κάθε τι στη ζωή να τους προσφέρει χαρά, να απολαμβάνουν την ζωή (μια άλλη θεώρηση της ζωής). Αυτοί, σύμφωνα με την Ηθική των Προτεσταντών, πρέπει να υπαχθούν στη πειθαρχία αυτής της Ηθικής, όχι για να σωθούν, πράγμα αδιανόητο, αλλά για την δόξα του Θεού. Η υπακοή στις προσταγές του είναι προς δόξα Αυτού, όπως και η τιμωρία του αμαρτωλού Νότου, των Piigs ή Gipsi στις μέρες μας.

Αν τα παραπάνω τα δούμε με μια άλλη ματιά, μέσα από την νεοφιλελεύθερη οικονομία, παρατηρούμε ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά η περιγραφή αυτής της ηθικής σύλληψης που έχει σαν βάση της τον Ελληνικό Ορθολογισμό και την Παλαιά Διαθήκη. Εκρηκτικό μείγμα.

Με άλλα λόγια βλέπουμε στο χώρο της οικονομικής επιστήμης, το σταθερό πλαίσιο που ο Θεός έφτιαξε ο άνθρωπος να ζει, τον άνθρωπο που αυτοδύναμα δρα προς ίδιον όφελος διατηρώντας ‘την ψυχή του καθαρή,’ τον καταμερισμό της εργασίας, τα χαμηλά ημερομίσθια, την επιδίωξη του κέρδους, με πάντα την ‘ψυχή καθαρή’, τη σκληρή αποταμίευση, την εξάρτηση των επενδύσεων από τις αποταμιεύσεις, την κατάλυση του κράτους, τον ατομικό άνθρωπο, την ελεύθερη αγορά, τον ευλογημένο πλούτο.

Είναι έξοχη η παρατήρηση του Robert Skidelski όπου σε αναφορά του στο νεοφιλελευθερισμό, τονίζει, ότι το χωρίον του Ευαγγελιστή Λουκά, ιη25: ‘Ευκολότερο είναι να περάσει κάμηλος (=καραβόσκοινο) μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού’, έχει εκλείψει παντελώς από την εγκόσμια ηθική που εισηγείται o νεοφιλελευθερισμός, αφού το κέρδος, αν δεν μπορεί να συσχετιστεί με ύψιστες πολιτιστικές αξίες, οι αξίες αυτές είτε διαγράφονται, είτε τροποποιούνται ή μπαίνουν άλλες στη θέση τους.

Άλλα αν ο ασκητισμός αποτελεί εγγύηση αυτού του συστήματος, οι εκφραστές του, μας οδηγούν σε μια ζούγκλα. ‘σε ειδικούς δίχως πνεύμα, ηδονιστές δίχως καρδιά, στο μηδενικό που φαντάζεται ότι πέτυχε ένα επίπεδο πολιτισμού, που δεν υπήρξε πριν ποτέ’ όπως θα έλεγε ο Μάξ Βέμπερ.

Στο κλασσικό μοντέλο τα παραπάνω παίρνουν την μορφή με την υπόθεση ότι ο άνθρωπος φύσει επιδιώκει το ατομικό του συμφέρον και η φύση επίσης δρα με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να εξομαλύνει τα επί μέρους συμφέροντα και έτσι η ισορροπία να επικρατεί παντοιοτρόπως.

Σε όλα τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και στους ανθρωπους, τρόπον τινά, είναι εγγεγραμμένη μέσα τους μια πλήρης και ακριβής γνώση ενός αιωνίου εξωτερικού οικονομικού μοντέλου που προκαλεί συγκεκριμένα οικονομικά αποτελέσματα.

Το υπόδειγμα αυτό είναι αιώνιο, δηλαδή αμετάβλητο, και πιθανές ενέργειες του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να το βλάψουν αφού και ο άνθρωπος είναι πλασμένος στο πλαίσιο αυτού του μοντέλου.

Πιθανές ενέργειες του ανθρώπου να συμπεριφερθεί εκτός μοντέλου, όχι όπως το υπόδειγμα υποδεικνύει, δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του αλλά την επάνοδο του ανθρώπου στην οικονομική συμπεριφορά που το μοντέλο απαιτεί.

Η βασική σκέψη λοιπόν είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να διακυβερνηθεί ανωνύμως, δεδομένων και των σιωπηλών υποθέσεων του κλασσικού μοντέλου, όπως τονίζει ο Κέϋνς, ότι πάντα το επιτόκιο το καθορίζει η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου και ότι κάθε εισόδημα δαπανάται άμεσα είτε σε καταναλωτικά αγαθά είτε σε επενδυτικά αγαθά.







Σπύρος Στάλιας, Οικονομολόγος ΜΑ, Ph.D


spyridonstalias@hotmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου